30 Σεπ 2008

Una faccia …ma che razza?

Το παρόν άρθρο θα μπορούσε να έχει τίτλο « Ο τουρισμός από την Άπω Ανατολή στο Μιλάνο». Η παράφραση όμως, όπως διατυπώνεται στον τίτλο, της γνωστής και πολύ αγαπητής έκφρασης «ούνα φάτσα ούνα ράτσα» πηγάζει από τις εντυπώσεις που απεκόμισα στο πρόσφατο ταξίδι μου στο Μιλάνο, στα πλαίσια Συναυλίας για το Διεθνές Φεστιβάλ Μουσικής «Μουσικός Σεπτέμβριος Τορίνο – Μιλάνο».
Από την πρώτη στιγμή που επισκέφθηκα το κέντρο της πόλης, διαπίστωσα την τεράστια βιομηχανία που έχει στηθεί για τον τουρισμό, προς όφελος των Ιταλών βιομηχάνων, επιχειρηματιών, υπαλλήλων, εργατών και όλων όσοι αποτελούν την αλυσίδα της οικονομίας και της εργασίας. Και να σκεφτεί κανείς ότι ούτε θάλασσα διαθέτει το Μιλάνο ούτε παραλίες. Επίσης, δεν προσφέρει ηλιόλουστες ημέρες και αξιοθέατα όσα ο τόπος μας…
Και θέλω να υπογραμμίσω εδώ ότι η πόλη του Μιλάνου δεν αποτελεί Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ, παρά μόνο ο Ναός Santa Maria delle Grazie, στον οποίο βρίσκεται ο «Μυστικός Δείπνος» του Ντα Βίντσι. Τα υπόλοιπα αξιοθέατα του Μιλάνου είναι ό,τι βρίσκεται στις τέσσερις πλευρές της Piazza del Duomo: Το εντυπωσιακό Duomo (γοτθικού ρυθμού), η Galleria Vittorio Emanuele II (στοά με καταστήματα) και το Palazzo della Ragione. Πίσω από την Piazza βρίσκεται το Teatro alla Scala (η Σκάλα του Μιλάνου) και όχι πολύ μακριά από το κέντρο, για τους πιο «ψαγμένους», η Βασιλική του Αγίου Αμβροσίου, στον οποίο φυλάσσονται τα άφθαρτα σκηνώματα των Αγίων Αμβροσίου (4ος αιώνας) και των δύο Μαρτύρων Γερβασίου και Προτασίου (2ος αιώνας). Τέλος, το Castello Sforzesco, κάστρο από τον Μεσαίωνα.

Να απαριθμήσουμε τα αξιοθέατα; Επτά τον αριθμό! Και τα τέσσερα είναι σε μια πλατεία. Δηλαδή, μία βόλτα! Επιπλέον, δεν νομίζω ότι οι τουρίστες του Μιλάνου είναι όλοι τόσο «κουλτουριάρηδες» για να επισκεφθούν την Scala ή τόσο θρήσκοι για να «εκκλησιαστούν» στο Duomo ή στον Άγιο Αμβρόσιο ή ακόμη και τόσο «ματσωμένοι» ώστε να ψωνίσουν άπαντες Gucci και Prada!

Εμείς τί διαθέτουμε προς επίσκεψη; – 1) το Αχίλλειο, 2) το Ποντικονήσι, 3) την Μονή των Βλαχερνών στο Κανόνι, 4) την θέα από το Κανόνι, 5) τον αρχαιολογικό χώρο της Παλαιόπολης, 6) τον Άγιο Σπυρίδωνα, 7) τον Ναό των Αγίων Ιάσωνος και Σωσιπάτρου στον Ανεμόμυλο. Αριθμήθηκαν επτά χωρίς να αναφερθούν τα σπουδαιότερα:η Παλιά Πόλη – Μνημείο της ΟΥΝΕΣΚΟ, τα δύο Φρούρια, το Λιστόν, η Σπιανάδα, το Mon Repos, οι άλλοι ιστορικοί Ναοί και τα Μουσεία!
Την αφορμή όμως για το παρόν άρθρο την βρήκα στην πληθώρα Ασιατών τουριστών που επισκέπτονται το Μιλάνο, Γιαπωνέζων κατά το πλείστον, η οποία μου προκάλεσε πολύ μεγάλη απορία. Για να κατανοήσει ο αναγνώστης το πλήθος των Γιαπωνέζων, των Κινέζων και των Κορεατών, μπορώ να αναφέρω ότι αν δεν γνώριζα πού βρισκόμουν, θα μπορούσα να υποπτευθώ πως επισκέφθηκα όχι μια Ευρωπαϊκή πόλη, αλλά το Χονγκ Κονγκ, πόλη που κατακλύζεται από Ευρωπαίους, άντε τη Σιγκαπούρη!
Εμείς, στο κάτω – κάτω διαθέτουμε και ένα Μουσείο Ασιατικής Τέχνης, διαθέτουμε ήλιο, διαθέτουμε παραλίες, διαθέτουμε έναν παράδεισο, γαλανοπράσινο απ’ άκρη σ’ άκρη με απαράμιλλο φυσικό κάλλος και χωρίς το καυσαέριο της ιταλικής μεγαλούπολης. Γιατί οι Γιαπωνέζοι να πηγαίνουν εκεί και να μην έρχονται στην Κέρκυρα; Και να προσθέσω πως το καλοκαίρι έχει τελειώσει για την Βόρεια Ιταλία.

Εκείνο που κάνουμε εμείς είναι να συζητάμε πώς να πλησιάσουμε τον τουρισμό της Άπω Ανατολής, χωρίς να το πράττουμε. Ζητάμε τα πάντα από την Πολιτεία, από τον Δήμο, από την τουριστική προβολή της Νομαρχίας, χωρίς εμείς να μετακινούμαστε από τον καναπέ του βολεψίματος του πρόσκαιρου κέρδους.
Η διαφήμιση από μέρους της Αυτοδιοίκησης μπορεί να αποφέρει μερικά θετικά αποτελέσματα, αλλά χωρίς την συμμετοχή των ιδίων των επιχειρηματιών, των καταστηματαρχών, της τοπικής οικονομίας και κοινωνίας βελτίωση του τουριστικού προϊόντος δεν πρόκειται να δούμε. Και δεν αναφέρομαι μόνο στην οικονομική συμμετοχή από πλευράς επιχειρήσεων, την οποία κρίνω απαραίτητη, αλλά και την συμμετοχή τους στην αναβάθμιση του πολιτισμού μας.
Δύο καθημερινά και κοινά ερωτήματα (έτσι απλά): – Πώς μπορούν να διατηρηθούν καθαρά τα καντούνια, όταν περπατώντας πετάμε τα μικροσκουπίδια μας, τις τσίχλες ή ο,τιδήποτε άλλο τριγύρω, ώστε να γίνει πιο ευχάριστος ο περίπατος των επισκεπτών μας; – Πώς να καθαρίζει ο Δήμος τα καντούνια και τα πεζοδρόμια, όταν παντού βλέπεις πάγκους α λα λαϊκή αγορά;
Εάν οι επιχειρήσεις φροντίσουν περισσότερο την «φινέτσα» τους και, αφήνοντας κατά μέρος τη «μόστρα», συνηγορήσουν στις πρωτοβουλίες της Νομαρχίας και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, όταν δεν παραμένουν έξω του νυμφώνος για να επικρίνουν και κατακρίνουν, τότε κάτι θετικό μπορεί να βγει. Τότε μόνο θα ξεφύγουμε από την μιζέρια που μας κατατρώει. Διαφορετικά «φίτα λαμπάντα» (Finito Lampanta).
Από την δυτική κουλτούρα μας νομίζω πως μόνο οι ιταλικές λέξεις μας έμειναν. Ως τότε μόνο το «ούνα φάτσα» πιάνει… Για να φτάσουμε το «una razza» με τους Ιταλούς πρέπει να δουλέψουμε πολύ. Να δουλέψουμε και να εστιάσουμε στην βελτίωση του προσωπικού μας πολιτισμού, στις δραστηριότητες, στις επαφές μας, στην κοινωνία μας, στην καθημερινότητά μας.
Arrivederci._

23 Σεπ 2008

Η Ελληνική Βυζαντινή Χορωδία στο Settembre Musica Τορίνο - Μιλάνο

Στις 16 Σεπτεμβρίου η εφημερίδα "τα Νέα" δημοσίευσαν άρθρο με τίτλο "από τη Βυζαντινή Χορωδία του Λυκούργου Αγγελόπουλου. «Εξαγωγές» νέας ελληνικής μουσικής με ήχους από την αρχαιότητα και το Βυζάντιο". http://www.tanea.gr/default.asp?pid=2&artid=87047&ct=4
Tο δημοσίευμα της εφημ. "τα Νέα" δεν ευσταθεί. Ούτε τριμερές είναι ούτε τρίπτυχο το έργο του Σωτ. Φωτόπουλου και δεν αναφέρεται σε παλαιοχριστιανική και βυζαντινή μουσική Παράδοση. "Τρίπτυχη" ήταν όλη η Συναυλία! Το έργο του Σωτ. Φωτόπουλου αφορούσε μόνο στο 3ο μέρος των Συναυλιών, οι οποίες δόθηκαν στα πλαίσια του Διεθνούς Φεστιβάλ Μουσικής Τορίνο - Μιλάνο. Το έργο του Φωτόπουλου, αναπτυσσόμενο σε 5 φωνές, είναι "ένα σύνολο από διάφορες τεχνοτροπίες της έντεχνης μουσικής δημιουργίας, (όπως αναφέρουν τα "Νέα") προσαρμοσμένες στην ελληνική μουσική θεωρία, όπως έφθασε στις μέρες μας μέσα από τη βυζαντινή παράδοση". Δηλαδή, κίνηση 4 φωνών βασισμένη στα τετράχορδα ή πεντάχορδα των Ήχων της μουσικής μας και ισοκράτημα. Το κείμενο του έργου έχει ως εξής: "Αγώνα πρόσταξες Κύριε. Πανόλεθρος! Ανατείνουμε τα βλέμματα προς Εσένα". Είναι σύγχρονη μουσική σύνθεση (για τους μη κατέχοντες, ενδεικτικά αναφέρω τον Ξενάκη, χωρίς να έχει σχέση το έργο με αυτόν), πλησιάζει στην ατονική ή σειριακή μουσική σύνθεση, η οποία όμως έχει τονικό κέντρο (ισοκράτημα). Η σχέση του έργου με την Βυζαντινή είναι ότι κινείται με τα διαστήματα των Ήχων μας και συνεχώς (κάποιες φορές και σε κάθε μέτρο) αλλάζει Ήχο ή και Γένος. Πάντως εμένα μου θυμίζει σε ένα σημείο (στην αρχή της ανάπτυξης του "ανατείνουμε" το έργο "Πύρινες γλώσσες" του Γιάννη Χρήστου). Το έργο διηύθυνε ο Αναστάσιος Συμεωνίδης.
Το 1ο και το 2ο μέρος (χωρίς διακοπή) αφορούσε σε ύμνους από την πρώτη Εκκλησία έως τον 19ο αιώνα. Δεν είναι έργο του Φωτόπουλου, ως αναφέρθηκε από τα "Νέα". Τα μέλη που ερμηνεύθηκαν από την Ελληνική Βυζαντινή Χορωδία είναι: α΄) Ο Τριαδικός Ύμνος της Οξυρύγχου, β΄) Το παλαιορωμαϊκό "αλληλούια", αντίφωνο με ελληνική στιχολογία που εψάλετο στην Ρώμη, γ΄) Προσκυνούμεν τον Σταυρόν Σου - Adoramus crucem tuam (ελληνικά - λατινικά) με στιχολογία από τον ΚΑ΄ ψαλμό, δ΄) Κοινωνικόν της Κυριακής (Αινείτε) του Μανουήλ Γαζή, δίφωνο (σημ. με απόσταση 4 φωνών και όχι primo - secondo) σε εξήγηση του Μιχ. Αδάμη, ε΄) Κύριε Ελέησον, το Παρακλητικόν (της Χειροτονίας) σε Ήχο Β΄, ς΄) Η Α΄ στάσις των Τυπικών σε μέλος της Αγιορειτικής Προφορικής Παραδόσεως, ζ΄) Ο Χερουβικός Ύμνος, μέλος Γρηγορίου Πρωτοψάλτου, σε Ήχο Γ΄, η΄) Άξιον εστίν το αρχαίον σε Ήχο Β΄, θ΄) Ο Κοινωνικός Ύμνος της Κυριακής (Αινείτε) σε μέλος Ιω. Κουκουζέλους, Ήχος πλ. Α΄ και ι΄) Κράτημα σε Α΄ Ήχο υπό Ιω. Κουκουζέλους. Δ/νση Χορού: Λυκούργος Αγγελόπουλος.
Οι Συναυλίες δόθηκαν σε: Μιλάνο, 19 Σεπτ., Εκκλησία San Alessandro και Τορίνο, 20 Σεπτ., Εκκλήσία San Domenico.
Φωτό από την prova generale στον Ναό του San Domenico - Τορίνο, στην πρώτη διακρίνονται από αριστερά πρώτη γραμμή, Αντ. Αετόπουλος, Λυκ. Αγγελόπουλος, Στέφ. Σουλδάτος, Σπ. Ασπιώτης, στην 2η φωτό διακρίνεται και ο συνθέτης δεξιά, ο οποίος δίνει οδηγίες και κάτω ο Μαέστρος της "Ωδής Α΄, Αναστάσιος Συμεωνίδης.

ΕΝΤΕΧΝΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΟΥ 21ου αι. ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ

(φωτό από την prova generale στον San Domenico του Τορίνο)

Του συνθέτη Σωτήρη Φωτόπουλου

Κατ' εικόνα του βυζαντινού δικέφαλου αετού, ο ελληνικός πολιτισμός εξαπλώθηκε και επηρέασε Ανατολή και Δύση. Η ελληνική θεωρία και μουσική βρίσκεται διάσπαρτη μέχρι σήμερα στις έντεχνες και παραδοσιακές μουσικές της ανατολικής Μεσογείου. Αρχαίοι ελληνικοί τρόποι, βυζαντινοί ήχοι, αραβικά και τούρκικα μακάμια κοινωνούν της ίδιας μουσικής τάξης πραγμάτων που γεννήθηκε και άνθισε στον ελληνικό, ελληνιστικό και βυζαντινό πολιτισμικό χώρο της φιλόξενης ανατολικής Μεσογείου, αν και βεβαίως οι μουσικές προσεγγίσεις, εκφράσεις και μορφές (φόρμες) διαφοροποιούνται εμφανώς.Στή Δύση οι αρχαίοι ελληνικοί τρόποι, μέσα από τη βυζαντινή οκτώηχο επέζησαν, τουλάχιστον ονόματι, μέχρι τους αναγεννησιακούς τρόπους και συνεχίζοντας μία πορεία διαδοχικών απλουστεύσεων και προσαρμογών στα αυτιά και τα φωνητικά χαρακτηριστικά της «άγριας δύσης», κατέληξαν σταδιακά και μέσα απ' τις συμπληγάδες" του συγκερασμού, εδώ και πέντε περίπου αιώνες, στούς δύο ξακουστούς τρόπους της μείζονας και ελάσσονας κλίμακας, φτωχά κατάλοιπα του μουσικού πλούτου της ελληνικής μουσικής θεωρίας και πράξης. Κι ενώ ο ελληνικός κόσμος κατέρεε και διασκορπίζονταν μετά την Αλωση, η Δύση ευημερούσε και ο επονομαζόμενος πλέον ευρωπαϊκός πολιτισμός άφηνε τα διάσημα έργα του έντεχνης μουσικής.Κατά συνέπεια, στούς δύο, σε μερικά χρόνια, αιώνες νέας ελληνικής πραγματικότητας, κάθε έλληνας που θέλει να είναι μουσικά μορφωμένος ξενιτεύεται για να την γνωρίσει.Η σύγχρονη ευρωπαϊκή μουσική κατάργησε εδώ κι ένα περίπου αιώνα και τα δύο αυτά τελευταία κατάλοιπα της ελληνικής κληρονομιάς της, της μείζονας και της ελάσσονας κλίμακας και της έννοιας της τονικότητας (ατονικότητα) στην οποία βασίστηκε κατά τους τελευταίους πέντε αιώνες. Αργότερα, στην μεταπολεμική έντεχνη μουσική δημιουργία επικράτησε μία αφηρημένη γεωμετρική και δομική περίοδος (γενίκευση της εκλογικευμένης οργάνωσης όλων των μουσικών παραμέτρων με στόχο την αφηρημένη δόμηση ως έργο και αισθητικό επίτευγμα – «ολικός σειραϊσμός»). Οι κάποιες «μανιεριστικού» τύπου παρενθετικές αντιδράσεις (αλεατορισμός, αυτοσχεδιασμός, μινιμαλισμός κλπ) δεν ήταν βέβαια δυνατόν να επηρεάσουν τις εξελίξεις και σύντομα το ελληνικό πνεύμα και έργο του Γιάννη Ξενάκη μετέθεσε δραστικά και αμετάκλητα, ήδη απο τη δεκαετία του '50, την καλλιτεχνική δημιουργία της Δύσης από την εκλογικευμένη και την αφηρημένη δόμηση, - που και ο ίδιος επλάτυνε ανάγοντάς την όμως σοφά σε «μέσο» - στην ανθρωποκεντρική έκφραση γνώσης και αίσθησης, επαναφέροντας έννοιες όπως αυτή της «ταυτότητας», ως έκφρασης των μουσικών υλικών και δομών (εκφραστικές και αναγνωρίσιμες μάζες, συνδυασμοί, νέες κλίμακες κλπ).Σ' αυτό το περιβάλλον έντεχνης μουσικής δημιουργίας, παράλληλα με τη σύνθεση έργων σύγχρονης «δυτικής» μουσικής, ξεκίνησα μία σειρά έργων σύγχρονης έντεχνης «ελληνικής μουσικής». Πέρα από οποιοδήποτε ελληνοκεντρικό ναρκισσισμό ή εθνικόφρονα «παρηγοριά», στο σημείο εξέλιξης των διάφορων τεχνικών της δυτικής έντεχνης μουσικής μέσα στο έργο μου, διαχρονικά ελληνικά μουσικά χαρακτηριστικά που, από και πέρα απ' την Ελλάδα, βρίσκονται σε όλη την ανατολική μεσόγειο, μπορούν πια να αναζωογονήσουν και, προσφέροντας λύσεις, να επαναπροσανατολίσουν τη μουσική δημιουργία. Και αυτή τη φορά, όχι μόνο της Δύσης. Το πρώτο τέτοιο έργο με τον συμβολικό τίτλο «Ωδή Α'», χρησιμοποιεί για πρώτη φορά τεχνοτροπίες από την έντεχνη δυτική μουσική δημιουργία μου, προσαρμοσμένες στην ελληνική μουσική θεωρία έτσι όπως αυτή έφτασε ως τις μέρες μας μέσα από την βυζαντινή μουσική παράδοση. Η Ελληνική Βυζαντινή Χορωδία του Λυκούργου Αγγελόπουλου είναι η μόνη στον κόσμο που, όχι χωρίς σημαντική προσπάθεια, μπορούσε να ερμηνεύσει ένα τέτοιο έργο και, παρά το καινοτόμο και δύσκολο γι' αυτή έργο που πρότεινα (θέματα μουσικής σημειογραφίας και απόδοσης κλπ έπρεπε πρώτα να λυθούν) δέχτηκε να συμπράξει.Η πρόταση μου αυτή γιά ένα τέτοιο εγχείρημα βρήκε συμπαραστάτη της τον γνωστό ιταλό μουσικολόγο Εnzo Restagno που φρόντισε να της δοθεί σημαντική προβολή παρουσιάζοντάς τη στα δύο μεγαλύτερα ετήσια διεθνή Φεστιβάλ της Ιταλίας : στο διεθνές Φεστιβάλ του Μιλάνο στον καθεδρικό ναό San Alessandro στις 19 Σεπτεμβρίου και στο Settembre Musica του Τορίνο στον καθεδρικό ναό San Domenico στις 20 Σεπτεμβρίου. Η ελευθερία της σύγχρονης Ελλάδας δεν συνίσταται βέβαια στα σύνορά της, αλλά πρώτιστα στην δυνατότητα της αυτοδιάθεσής της και του σεβασμού των αποφάσεων και επιλογών της. Η « Ωδή Α' » συνιστά μία πρώτη προσπάθεια στην μετατόπιση των ορίων της μουσικής μας ανεξαρτησίας πιο μακριά, μόνη ελπίδα συνεισφοράς του ελληνικού πνεύματος στην ανθρωπότητα.Η τέχνη και ο κόσμος της Γνώσης στον οποίο μετέχει, υπαγορεύει έτσι με τον ευθύ τρόπο που τη χαρακτηρίζει το δικό της όραμα για την αναπόφευκτη παγκοσμιοποίηση : αυτή που « γνέθεται » μέσα από την ακριβή εξέταση και γνώση της προσφοράς κάθε πολιτισμού και της εμπεριστατωμένης, συνειδητής, και επομένως οργανικής αλληλεπίδρασής τους.Το πολιτιστικό μέσο παγκοσμιοποίησης δεν συνίσταται σ' ένα «εφησυχαστικό ανακάτεμα της λήθης», αλλά σε μία «επίπονη γνώση και συνεργασία των διακρίσεων».Η παγκοσμιοποίηση των αγαθών και εκείνη της γνώσης έχουν, απλά, ως μόνη ειδοποιό διαφορά τον Πολιτισμό!

- Ο Σωτήρης Φωτόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα την 1η Ιανουαρίου του 1962.Σπούδασε Νομικά στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και Σύνθεση στήν τάξη του μουσικολόγου και συνθέτη Γιάννη Ιωαννίδη.Υπότροφος της πόλης του Στρασβούργου (Γαλλία), σπούδασε μουσικολογία στο Πανεπιστήμιο Ανθρωπιστικών Επιστημών της πόλης αυτής (U.S.H.S) με τον μουσικολόγο, συνθέτη και γλωσσολόγο François-Bernard Mâche. Παρακολούθησε μαθήματα σύνθεσης στην τάξη του συνθέτη Matthias Spahlinger στην Μουσική Ακαδημία του Freiburg της Γερμανίας.Υπότροφος της Γαλλικής Κυβέρνησης (Γαλλικό ΥΠ.ΕΞ) για διδακτορικές σπουδές, εξειδικεύτηκε στη μουσικολογία του 20ου αι. στην Ανώτατη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών (E.H.E.S.S) σε συνεργασία με το IRCAM και την Ecole Normale Supérieure de Musique στο Παρίσι, με τον φιλόσοφο και συνθέτη Hugues Dufour και τον μουσικολόγο Pierre-Albert Castanet.Στη συνέχεια έγινε και Γάλλος πολίτης και έκτοτε ζει και εργάζεται στο Παρίσι.Εκτός από την σύνθεση, η μουσικολογική του δραστηριότητα συνίσταται σε διαλέξεις, σεμινάρια και δημοσιεύσεις πάνω σε θέματα της έντεχνης μουσικής δημιουργίας του 20ου αι. Είναι μόνιμος συνεργάτης του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας της Γαλλίας.